- Λάνασσα
- Λάνασσαfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λάνασσα — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Κόρη του Ηρακλείδη Κλεοδαίου, αρχηγού του βασιλικού οίκου των Μολοσσών της Ηπείρου, και μητέρα του Πύρρου, βασιλιά της Ηπείρου (4ος αι. π.Χ.). 2. Κόρη του τύραννου των Συρακουσών Αγαθοκλή (3ος αι.… … Dictionary of Greek
Λανάσσης — Λάνασσα fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λανάσσῃ — Λάνασσα fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάνασσαν — Λάνασσα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άναξ — (anax). Επιστημονική ονομασία γένους οδοντογνάθων εντόμων της οικογένειας των λιβελλιδών. Τα έντομα αυτά βρίσκονται σε όλους τους τόπους όπου υπάρχουν στάσιμα γλυκά νερά. Γνωστά είναι γύρω στα δώδεκα είδη, από τα οποία τα τρία ζουν στην Ευρώπη.… … Dictionary of Greek
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek